δυσφήμηση

δυσφήμηση
δυσφήμηση, η και δυσφήμιση, η
διάδοση κακόβουλης φήμης, διαβολή, συκοφαντία: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι του έκαναν δυσφήμηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… …   Dictionary of Greek

  • δυσφημήσῃ — δυσφημέω use ill words aor subj mid 2nd sg δυσφημέω use ill words aor subj act 3rd sg δυσφημέω use ill words fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • κακηγορία — κακηγορία, ἡ (AM) [κακηγόρος] κακολογία, κατηγορία, δυσφήμηση αρχ. φρ. «δίκη κακηγορίας» αγωγή για δυσφήμηση, για εξύβριση …   Dictionary of Greek

  • αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι …   Dictionary of Greek

  • αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα …   Dictionary of Greek

  • αμαύρωση — η (Α ἀμαύρωσις) δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή τής υπόληψης κάποιου αρχ. 1. επισκότιση 2. αμβλύτητα τού νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ανάβγαλμα — το [*αναβγάλλω] 1. φανέρωμα, εμφάνιση 2. κακό όνομα, δυσφήμηση …   Dictionary of Greek

  • ανάπιασμα — και ανέπιασμα, το 1. έναρξη κάποιου έργου, αρχίνισμα 2. δυσφήμηση, κακολογία 3. ο άξιος κακολογίας, πρόσωπο που κακολογείται, περίγελος τού κόσμου 4. ανάκριση κάποιου για ανακάλυψη τών μυστικών του με πλάγιο τρόπο 5. (για ζώα) ο χρήσιμος για… …   Dictionary of Greek

  • αναγορειά — η [αναγορεύω] κακολογία, διαβολή, δυσφήμηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”